- δαψιλεύομαι
- δαψιλεύομαι, Überfluß haben, τινί, woran; pass., reichlich verwendet werden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἐνδεδαψιλεῦσθαι — ἐν δαψιλεύομαι abound perf inf mp ἐν δαψιλεύομαι abound perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαψιλεύω — (AM δαψιλεύομαι) παρέχω, χορηγώ άφθονα αρχ. μσν. παθ. σπαταλιέμαι αρχ. 1. έχω πληθώρα ή αφθονία («ἀγέλαις ἐλεφάντων ἡ Λιβύη δαψιλεύεται») 2. αδημονώ, είμαι ανήσυχος για κάποιον («ἐδαψιλεύσατο δι ὑμᾱς). [ΕΤΥΜΟΛ. < δαψιλής ή δαψιλός] … Dictionary of Greek
προσδαψιλεύομαι — Α δαπανώ με αφθονία κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δαψιλεύομαι «έχω αφθονία, σπαταλώ, παρέχω»] … Dictionary of Greek
καταδαψιλευόμενος — κατά δαψιλεύομαι abound pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεδαψιλεύετο — ἐν δαψιλεύομαι abound imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεδαψιλεύσατο — ἐν δαψιλεύομαι abound aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)